- νησῖδα
- νησίςisletfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νησίδα — η (ΑΜ νησίς) μικρό νησί, νησάκι νεοελλ. 1. υπερυψωμένη λωρίδα στη μέση και κατά μήκος δρόμων διπλής κατεύθυνσης, η οποία είναι συνήθως πλακόστρωτη ή δεντροφυτευμένη και στην οποία οι πεζοί μπορούν να περιμένουν, χωρίς να κινδυνεύουν, για να… … Dictionary of Greek
νησίδα — η 1. μικρό νησί, νησάκι. 2. υπερυψωμένη λουρίδα στη μέση του δρόμου ταχείας κυκλοφορίας: Νησίδα ασφαλείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεβίθα — Νησίδα (υψόμ. 10 μ., 8 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Η νησίδα απέχει 19 ναυτικά μίλια από την Κάλυμνο, ενώ ο ομώνυμος οικισμός βρίσκεται στη νότια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. * * * και λεβίθρα, η (Μ… … Dictionary of Greek
ελεφαντίνη — Νησίδα στον Νείλο, στην Άνω Αίγυπτο, απέναντι από την αρχαία Συήνη (σημερινό Ασουάν). Το νησί ήταν ονομαστό κυρίως στα χρόνια μεταξύ της 6ης και της 11ης φαραωνικής δυναστείας, αλλά στην περίοδο της ελληνικής και της ρωμαϊκής κυριαρχίας γνώρισε… … Dictionary of Greek
κύναρος — Νησίδα του Αιγαίου πελάγους. Βλ. λ. Κίναρος. * * * κύναρος, ἡ (Α) φρ. «κύναρος ἄκανθα» αγκινάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κυνάρα*] … Dictionary of Greek
Ελάσα — Νησίδα κοντά στη βορειοανατολική ακτή της Κρήτης, περίπου σε απόσταση 2 ναυτικών μιλίων ΝΑ του ακρωτηρίου Σίδερος. Η ψηλότερη κορυφή της έχει ύψος 72 μ. Κατά την εποχή της πειρατείας ήταν ορμητήριο πειρατών. Παλαιότερα την ονόμαζαν Μορένο και… … Dictionary of Greek
Καλόλιμνος — Νησίδα (υψόμ. 116 μ., 20 κάτ.) της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται σε απόσταση 4 ναυτικών μιλίων Α της Καλύμνου. Στο ανατολικό άκρο της σχηματίζεται το ακρωτήριο Ατισάρι και στο δυτικό το ακρωτήριο Φανάρι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού … Dictionary of Greek
Κάτω Αντικέρι — Νησίδα (1 κάτ.) των ανατολικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Λέβιδα — Νησίδα της Δωδεκανήσου. Βλ. λ. Λέβιθα … Dictionary of Greek
Μεγαλovήσι — Νησίδα κοντά στη δυτική παραλία της Λέσβου, μπροστά στον όρμο του Σιγριού. Ο ομώνυμος ακατοίκητος οικισμός του νησιού (υψόμ. 30 μ.) υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερεσού Αντίσσης … Dictionary of Greek